αιθανάλη

αιθανάλη
Βλ. λ. ακεταλδεΰδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακεταλδεΰδη ή οξική αλδεΰδη ή αιθανάλη — Οργανική ένωση του τύπου CΗ3CHO, ένα από τα απλούστερα μέλη της σειράς των αλδεϋδών. Είναι υγρό άχρωμο και ευκίνητο, με έντονη οσμή, σημείο ζέσης 20,8°C και σημείο τήξης 121°C. Αναμειγνύεται σε όλες τις αναλογίες με το νερό, την αλκοόλη και τον… …   Dictionary of Greek

  • οξικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι 2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας») 3. φρ. α) «οξικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”